Με ασπιρίνες και ποτά έχω στριμώξει τόσους μήνες σε αποθήκες και βιτρίνες μες του μυαλού μου τα σβηστά.
Μα αναμνήσεις είναι αυτές και με θορύβους με τρομάζουν το όνομά σου μου φωνάζουν και με φορτώνουν ενοχές.
Είναι αργά, πολύ αργά να ρθω σκιά στα σκοτεινά και να σ’ ανάψω μια συγνώμη. Είναι αργά, αργά για ‘μας σε άλλο ώμο ακουμπάς άγραφοι νόμοι, οι νόμοι κάθε καρδιάς.
Ποιος σου φτιάχνει την μέρα με μια καλημέρα σ’ αγγίζει στο πρόσωπο και βλέπει φως ποιος εκεί ξενυχτάει κρυφά σε κοιτάει σαν κλείνεις τα βλέφαρα ποιος τυχερός.
Ποιος σου φτιάχνει την μέρα με μια καλημέρα κρατιέται στο βλέμα σου σαν ναυαγός ποιος στου δρόμου την μέση σε πιάνει απ’ την μέση ποιος τυχερός ποιος μου πήρε την θέση ποιος τυχερός;
Με καταδιώκεις βουητό στην πόλη που ‘χει ησυχάσει με έχεις κρυφά εξουσιάσει με της σιωπής σου την ηχώ. Απόψε πόνος ιερός για τόσα λάθη αν μ’ αγιάσει θα καταλήξει σε μια φράση πως όποις σε έχεις, τυχερός.
Είναι αργά, πολύ αργά να ρθω σκιά στα σκοτεινά και να σ’ ανάψω μια συγνώμη. Είναι αργά, αργά για ‘μας σε άλλο ώμο ακουμπάς άγραφοι νόμοι, οι νόμοι κάθε καρδιάς.
Ποιος σου φτιάχνει την μέρα με μια καλημέρα σ’ αγγίζει στο πρόσωπο και βλέπει φως ποιος εκεί ξενυχτάει κρυφά σε κοιτάει σαν κλείνεις τα βλέφαρα ποιος τυχερός.
Ποιος σου φτιάχνει την μέρα με μια καλημέρα κρατιέται στο βλέμα σου σαν ναυαγός ποιος στου δρόμου την μέση σε πιάνει απ’ την μέση ποιος τυχερός ποιος μου πήρε την θέση.